Η Παιδοχειρουργική πρακτική στην εποχή του κορωνοϊού

Η ανακήρυξη ως πανδημία του COVID-19 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας τον Μάρτιο του 2020 επέφερε σημαντικές αλλαγές στις συνηθισμένες παιδοχειρουργικές υπηρεσίες.

 

Μπορεί να πραγματοποιηθεί μια προγραμματισμένη επέμβαση;

 

Για την εκτίμηση του κινδύνου πραγματοποίησης μιας προγραμματισμένης επέμβασης υιοθετείται ένα σύστημα βασισμένο στην ακριβή επίπτωση του ιού στη κοινότητα. Το σύστημα διακρίνει τρία επίπεδα κινδύνου. Το χαμηλό (επίπτωση <0,5%), το μέτριο (επίπτωση 0,5-2%) και το υψηλό (επίπτωση 2%). Σε περιόδους υψηλής επίπτωσης  υπάρχει κάποιου βαθμού μείωση της προγραμματισμένης δραστηριότητας.

Τα παιδιά κατηγοριοποιούνται με βάση το κόκκινο (υψηλού κινδύνου), πορτοκαλί (μετρίου κινδύνου) και πράσινο (χαμηλού κινδύνου) σύστημα. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στη πραγματοποίηση επεμβάσεων σε παιδιά που ανήκουν στη κόκκινη ή πορτοκαλί κατηγορία. Σε περιόδους χαμηλής έως μέτριας επίπτωσης, χαμηλού κινδύνου θεωρούνται αυτά που δεν έχουν συμπτώματα, γνωστή πρόσφατη επαφή με κρούσμα και έχουν αρνητικό test εντός 72 ωρών πριν την εισαγωγή ή έχουν αναρρώσει από τον κορωνοϊό. Σε περιόδους υψηλής επίπτωσης τα παιδιά κατατάσσονται στη πράσινη κατηγορία όταν εκτός των άλλων το test είναι αρνητικό εντός 24 ωρών πριν την εισαγωγή.

 

Πώς  προγραμματίζονται τα περιστατικά;

 

Η διαχείριση των περιστατικών καθορίζεται από το πόσο επείγον είναι, τις αλλαγές που μπορεί να έχουν συμβεί στη κλινική κατάσταση του παιδιού από τη στιγμή του προγραμματισμού έως την ημέρα του χειρουργείου καθώς και την προεγχειρητική εκτίμηση. Επίσης υπολογίζεται ο επιπρόσθετος χρόνος που μπορεί να απαιτηθεί για την ασφαλή ολοκλήρωση των επεμβάσεων ιδιαίτερα σε παιδιά που ανήκουν στη κόκκινη ή πορτοκαλί κατηγορία ή όταν η συχνότητα του COVID-19 είναι υψηλή.

Οι παθήσεις κατηγοριοποιούνται ώστε να δίδεται η ανάλογη προτεραιότητα. Παθήσεις που απαιτούν επέμβαση εντός 72 ωρών ανήκουν στο πρώτο επίπεδο. Επεμβάσεις που μπορούν να αναβληθούν έως και ένα μήνα ανήκουν στο δεύτερο, ενώ αυτές που μπορούν να ματαιωθούν έως και 3 μήνες ανήκουν στο τρίτο. Στη τέταρτη κατηγορία εντάσσονται επεμβάσεις που μπορεί να αναβληθούν για περισσότερο από 3 μήνες.

Σε περιόδους χαμηλής έως μέτριας επίπτωσης  περιστατικά όλων των κατηγοριών πραγματοποιούνται. Σε περιόδους υψηλής επίπτωσης καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια διεκπεραίωσης των προγραμματισμένων επεμβάσεων λαμβάνοντας υπόψιν τον σχετικό κίνδυνο, τη διαθεσιμότητα του προσωπικού και τις απαιτούμενες υπηρεσίες.

 

Πριν την εισαγωγή

 

Τα παιδιά και οι γονείς υποβάλλονται σε εικονικό ή τηλεφωνικό έλεγχο 24-72 ώρες πριν την επέμβαση. Επί παρουσίας ύποπτων συμπτωμάτων το χειρουργείο αναβάλλεται. Εάν όμως η πάθηση  δεν επιτρέπει αναβολή της επέμβασης, τότε συγκαλείται ιατρικό συμβούλιο ώστε να παρθεί απόφαση. Δε συνιστάται προεγχειρητική απομόνωση των παιδιών.

Στον προεγχειρητικό έλεγχο απαραίτητη είναι η διενέργεια RT-PCR στο παιδί και στο γονέα που το συνοδεύει. Η εξέταση γίνεται εντός 72 ωρών πριν την εισαγωγή. Σε περιόδους υψηλής επίπτωσης γίνεται εντός 24 ωρών πριν την επέμβαση.

 

 

Κατά τη νοσηλεία

 

Κάθε παιδί που υποβάλλεται σε επέμβαση ημέρας  συνοδεύεται από ένα γονέα. Σε περίπτωση που η νοσηλεία αναμένεται μεγαλύτερη, τότε συνοδοί από το ίδιο σπίτι μπορούν να αλλάζουν μεταξύ τους. Όλοι οι συνοδοί φορούν μάσκα κατά τη παραμονή τους στο νοσοκομείο. Όταν ο αριθμός των κλινών είναι περιορισμένος δίνεται προτεραιότητα στα παιδιά και στους κηδεμόνες με συνοδά νοσήματα που χρήζουν απομόνωσης. Η απόσταση των κρεβατιών είναι ιδανικά 2 μέτρα. Ο κηδεμόνας μπορεί να παρίσταται κατά τη προνάρκωση. Το προσωπικό του χειρουργείου φέρει τον απαραίτητο εξοπλισμό (μάσκα FFP3, προστατευτικά γυαλιά, γάντια). Η αφαίρεση της λαρυγγικής μάσκας ή του στοματοφαρυγγικού αεραγωγού μπορεί να γίνει στο χώρο της ανάνηψης αρκεί να τηρείται η απόσταση των 2 μέτρων μεταξύ των ασθενών.

 

Μπορούν να πραγματοποιούνται λαπαροσκοπικές και ενδοσκοπικές επεμβάσεις;

 

Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ενδοσκοπικής Χειρουργικής Παίδων συστήνει τη διενέργεια λαπαροσκόπησης όταν κρίνεται αναγκαία σε ασθενείς με COVID-19, ενώ συστήνει τη συντηρητική αντιμετώπιση όπου αυτή είναι εφικτή και ασφαλής. Όταν πραγματοποιείται μια λαπαροσκοπική επέμβαση προτιμάται η χρήση εργαλείων μιας χρήσης, η εφαρμογή χαμηλών πιέσεων διοξειδίου του άνθρακα και η χρήση της διαθερμίας σε χαμηλή ένταση. Είναι σημαντική η αποφυγή διαρροών μέσω των trocar, ενώ προτιμώνται κλειστά συστήματα χορήγησης και απομάκρυνσης διοξειδίου του άνθρακα.

Η ενδοσκόπηση παράγει αερόλυμα και ως εκ τούτου θεωρείται υψηλού κινδύνου για τη μετάδοση του κορωνοϊού. Αξίζει να σημειωθεί η αύξηση των περιστατικών κατάποσης ξένων σωμάτων αυτή την περίοδο καθώς όλο και πιο πολλές οικογένειες μένουν στο σπίτι. Οι επεμβάσεις αυτές  γίνονται σε χώρο αρνητικής πίεσης. Μόνο το αναγκαίο προσωπικό παρίσταται ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος έκθεσης στον ιό. Επιπρόσθετα συστήνεται η μείωση της χρήσης του αέρα ή του διοξειδίου του άνθρακα.

 

Μετά την επέμβαση

 

Η μετεγχειρητική παρακολούθηση δε διαφέρει από τη συνήθη. Ωστόσο ενθαρρύνεται η γρήγορη έξοδος του ασθενούς μετά από χειρουργείο ημέρας. Τα παιδιά και οι γονείς μετά το εξιτήριο δε χρήζουν απομόνωσης εκτός αν έχουν διαγνωσθεί θετικοί στον κορωνοϊό. Όσον αφορά την επανεκτίμηση συστήνεται η εικονική ή η τηλεφωνική επικοινωνία ώστε να μειωθεί ο αριθμός των επισκέψεων στις υγειονομικές δομές.